Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλοκόβω < ψιλός + κόβω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psi.loˈko.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

ψιλοκόβω

θα ψιλοκόψεις το κρεμμύδι για τη σαλάτα;

  Μεταφράσεις επεξεργασία