Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψιλοκόβω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψιλοκόβω
<
ψιλός
+
κόβω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
psi.loˈko.vo
/
Ρήμα
επεξεργασία
ψιλοκόβω
κόβω σε λεπτά
κομμάτια
θα
ψιλοκόψεις
το κρεμμύδι για τη σαλάτα;
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψιλοκόβω
αγγλικά
:
mince
(en)
,
shred
(en)
γαλλικά
:
hacher
(fr)
ισπανικά
:
picar
(es)
πολωνικά
:
siekać
(pl)