feint
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΑγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
feint < λατινικά: fictus προσποιητός, ψευδής, αναληθής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
feint (en)
feint < λατινικά: fictus προσποιητός, ψευδής, αναληθής
feint (en)