Φινλανδός αρσενικό (θηλυκό Φινλανδή)
- παρωχημένες γραφές: με δύο <λλ> (Φιλλ-) ή με παράλειψη του <ν> (Φιλ-)
Φινλανδός
- αγγλικά : Finn (en)
- γαλλικά : Finnois (fr), Finlandais (fr), Finnoise (fr), Finlandaise (fr)
- γερμανικά : Finne (de)
- δανικά : finne (da) c
- εσθονικά : soomlane (et)
- εσπεράντο : finnlandano (eo)
- ιαπωνικά : フィンランド人 (ja) (finrando-jin), フィン人 (ja) (fin-jin)
- ινδονησιακά : orang (id) Finlandia (id)
- ιντερλίνγκουα : finnese (ia)
- ισπανικά : finlandés (es), finlandesa (es)
- καταλανικά : finès (ca), finlandès (ca), finesa (ca), finlandesa (ca)
- ολλανδικά : Fin (nl), Finse (nl)
- πορτογαλικά : finlandês (pt), finlandesa (pt)
- ρουμανικά : finlandez (ro), finlandeză (ro), finlandezi (ro) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό, finlandeze (ro) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- ρωσικά : финн (ru), финка (ru)
- σλοβακικά : Fín (sk)
- σλοβενικά : Finec (sl), Finka (sl)
- σουαχίλι : Mfini (sw), Mfinlendi (sw)
- σουηδικά : finne (sv), finska (sv), finländare (sv), finländska (sv)
- τουρκικά : Fin (tr), Finlandiyalı (tr)
- τσεχικά : Fin (cs)
- φινλανδικά : suomalainen (fi)
|