Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φινλανδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Επίθετο
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φινλανδικ
ός
η
φινλανδικ
ή
το
φινλανδικ
ό
γενική
του
φινλανδικ
ού
της
φινλανδικ
ής
του
φινλανδικ
ού
αιτιατική
τον
φινλανδικ
ό
τη
φινλανδικ
ή
το
φινλανδικ
ό
κλητική
φινλανδικ
έ
φινλανδικ
ή
φινλανδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φινλανδικ
οί
οι
φινλανδικ
ές
τα
φινλανδικ
ά
γενική
των
φινλανδικ
ών
των
φινλανδικ
ών
των
φινλανδικ
ών
αιτιατική
τους
φινλανδικ
ούς
τις
φινλανδικ
ές
τα
φινλανδικ
ά
κλητική
φινλανδικ
οί
φινλανδικ
ές
φινλανδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
επεξεργασία
φινλανδικός
που αναφέρεται στη
Φινλανδία
, ή σχετίζεται με αυτήν
Άλλες μορφές
επεξεργασία
φιλλανδικός
φιλανδικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φινλανδικός
αγγλικά
:
Finnish
(en)
γαλλικά
:
finlandais
(fr)
,
finnois
(fr)
γερμανικά
:
finnisch
(de)
δανικά
:
finsk
(da)
ισπανικά
:
finlandés
(es)
,
finés
(es)
ιταλικά
:
finlandese
(it)
καταλανικά
:
finlandès
(ca)
νορβηγικά
:
finsk
(no)
ολλανδικά
:
Fins
(nl)
ουγγρικά
:
finn
(hu)
πολωνικά
:
fiński
(pl)
πορτογαλικά
:
finlandês
(pt)
ρουμανικά
:
finlandez
(ro)
σλοβακικά
:
fínsky
(sk)
σλοβενικά
:
finski
(sl)
σουηδικά
:
finsk
(sv)
,
finländsk
(sv)
τσεχικά
:
finský
(cs)
φινλανδικά
:
suomalainen
(fi)