breathe out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | breathe out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breathes out |
αόριστος | breathed out |
παθητική μετοχή | breathed out |
ενεργητική μετοχή | breathing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbreathe out (en)
ενεστώτας | breathe out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breathes out |
αόριστος | breathed out |
παθητική μετοχή | breathed out |
ενεργητική μετοχή | breathing out |
breathe out (en)