ενεστώτας inhale
γ΄ ενικό ενεστώτα inhales
αόριστος inhaled
παθητική μετοχή inhaled
ενεργητική μετοχή inhaling

inhale (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία