Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

yawn (en)

  Ρήμα επεξεργασία

yawn (en)

  1. χασμουριέμαι
  2. χάσκω (για κάτι που ανοίγει, σαν να θέλει να καταπιεί κάτι)