Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
yawn yawns

yawn (en)

  • το χασμουρητό
    Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
    Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
ενεστώτας yawn
γ΄ ενικό ενεστώτα yawns
αόριστος yawned
παθητική μετοχή yawned
ενεργητική μετοχή yawning

yawn (en) (αμετάβατο)

  1. χασμουριέμαι, με έπιασε ένα χασμουρητό
    Stop yawning.
    Πάψε να χασμουριέσαι.
    I’m yawning uncontrollably.
    Μ' έπιασε ένα ακατάσχετο χασμουρητό.
    I’m yawning and can’t stop.
    Μ΄ έπιασε ένα χασμουρητό που δε σταματάει.
  2. χάσκω, για κάτι που ανοίγει, σαν να θέλει να καταπιεί κάτι
    A gulf yawned in front of us.
    Ένα βάραθρο έχασκε μπροστά μας.