yawn (en)
- το χασμουρητό
- ↪ Towards the end of the speech, the audience couldn’t suppress their yawns anymore.
- Προς το τέλος της ομιλίας το ακροατήριο δεν έπνιγε πια τα χασμουρητά του.
yawn (en) (αμετάβατο)
- χασμουριέμαι, με έπιασε ένα χασμουρητό
- ↪ Stop yawning.
- Πάψε να χασμουριέσαι.
- ↪ I’m yawning uncontrollably.
- Μ' έπιασε ένα ακατάσχετο χασμουρητό.
- ↪ I’m yawning and can’t stop.
- Μ΄ έπιασε ένα χασμουρητό που δε σταματάει.
- χάσκω, για κάτι που ανοίγει, σαν να θέλει να καταπιεί κάτι
- ↪ A gulf yawned in front of us.
- Ένα βάραθρο έχασκε μπροστά μας.