↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χασματίᾱς οἱ χασματίαι
      γενική τοῦ χασματίου τῶν χασματιῶν
      δοτική τῷ χασματί τοῖς χασματίαις
    αιτιατική τὸν χασματίᾱν τοὺς χασματίᾱς
     κλητική ! χασματί χασματίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χασματί
γεν-δοτ τοῖν  χασματίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χασματίας < χάσμα + -ίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χασματίας, -ου αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία