χασματίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χασματίᾱς | οἱ | χασματίαι |
γενική | τοῦ | χασματίου | τῶν | χασματιῶν |
δοτική | τῷ | χασματίᾳ | τοῖς | χασματίαις |
αιτιατική | τὸν | χασματίᾱν | τοὺς | χασματίᾱς |
κλητική ὦ! | χασματίᾱ | χασματίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χασματίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χασματίαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχασματίας, -ου αρσενικό
- (σεισμολογία) είδος σεισμού που προκαλεί ρωγμές στο έδαφος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 p. 143, @scaife.perseus
- Τῶν δὲ σεισμῶν οἱ μὲν εἰς πλάγια σείοντες κατ’ ὀξείας γωνίας ἐπικλίνται καλοῦνται, οἱ δὲ ἄνω ῥιπτοῦντες καὶ κάτω κατ’ ὀρθὰς γωνίας βράσται, οἱ δὲ συνιζήσεις ποιοῦντες εἰς τὰ κοῖλα χασματίαι· οἱ δὲ χάσματα ἀνοίγοντες καὶ γῆν ἀναρρηγνύντες ῥῆκται καλοῦνται.
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Διογένης Λαέρτιος, Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, 7.1.154 @scaife.perseus
- 〈σεισμοὺς δὲ γίνεσθαι ῥυέντος πνεύματοσ〈 εἰς τὰ κοιλώματα τῆς γῆς ἢ καθειρχθέντος [πνεύματος] ἐν τῇ γῇ, καθά φησι Ποσειδώνιος ἐν τῇ ὀγδόῃ· εἶναι δʼ αὐτῶν τοὺς μὲν σεισματίας, τοὺς δὲ χασματίας, τοὺς δὲ κλιματίας, τοὺς δὲ βρασματίας.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 p. 143, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χάσκω
Πηγές
επεξεργασία- χασματίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.