Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεχηνότως < κεχηνώς < μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χάσκω (χασμουριέμαι, μένω με το στόμα ανοιχτό)

  Επίρρημα επεξεργασία

κεχηνότως

  • έχοντας ανοίξει το στόμα διάπλατα από επιθυμίας ή θαυμασμού, μ᾿ ανοιχτό το στόμα, χάσκοντας

  Πηγές επεξεργασία