κεχηνώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεχηνώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεχηνώς
Μετοχή επεξεργασία
κεχηνώς
- (αρχαιοπρεπές) με ανοιχτό το στόμα, χάσκοντας
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεχηνώς
|
Πηγές επεξεργασία
- κεχηνώς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
κεχηνώς, -υῖᾰ, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χάσκω
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χαίνω
Παράγωγα επεξεργασία
- κεχηνότως (επίρρημα)