Ετυμολογία

επεξεργασία
κεχηνώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεχηνώς

κεχηνώς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • κεχηνώςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κεχηνώς κεχηνυῖᾰ τὸ κεχηνός
      γενική τοῦ κεχηνότος τῆς κεχηνυίᾱς τοῦ κεχηνότος
      δοτική τῷ κεχηνότ τῇ κεχηνυίᾳ τῷ κεχηνότ
    αιτιατική τὸν κεχηνότ τὴν κεχηνυῖᾰν τὸ κεχηνός
     κλητική ! κεχηνώς κεχηνυῖᾰ κεχηνός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κεχηνότες αἱ κεχηνυῖαι τὰ κεχηνότ
      γενική τῶν κεχηνότων τῶν κεχηνυιῶν τῶν κεχηνότων
      δοτική τοῖς κεχηνόσῐ(ν) ταῖς κεχηνυίαις τοῖς κεχηνόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς κεχηνότᾰς τὰς κεχηνυίᾱς τὰ κεχηνότ
     κλητική ! κεχηνότες κεχηνυῖαι κεχηνότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κεχηνότε τὼ κεχηνυίᾱ τὼ κεχηνότε
      γεν-δοτ τοῖν κεχηνότοιν τοῖν κεχηνυίαιν τοῖν κεχηνότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία
  • αυτός που έχει ανοίξει το στόμα του διάπλατα από εκπλήξεως, θαυμασμού κ.λπ., ο κατάπληκτος και κατ᾿ επέκταση ο χάχας, χαζός, κεχηναίος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 616
    κἂν οἶνόν μοι μὴ ᾽γχῇς σὺ πιεῖν, τὸν ὄνον τόνδ᾽ ἐσκεκόμισμαι
    οἴνου μεστόν, κᾆτ᾽ ἐγχέομαι κλίνας· οὗτος δὲ κεχηνὼς
    βρωμησάμενος τοῦ σοῦ δίνου μέγα καὶ στράτιον κατέπαρδεν.

Συγγενικά

επεξεργασία

κεχηνώς, -υῖᾰ, -ός

  1. μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χάσκω
  2. μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (κέχηνᾰ) του ρήματος χαίνω

Παράγωγα

επεξεργασία