Δείτε επίσης: κεχηναίος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κεχηναῖος Κεχηναί τὸ Κεχηναῖον
      γενική τοῦ Κεχηναίου τῆς Κεχηναίᾱς τοῦ Κεχηναίου
      δοτική τῷ Κεχηναί τῇ Κεχηναί τῷ Κεχηναί
    αιτιατική τὸν Κεχηναῖον τὴν Κεχηναίᾱν τὸ Κεχηναῖον
     κλητική ! Κεχηναῖε Κεχηναί Κεχηναῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Κεχηναῖοι αἱ Κεχηναῖαι τὰ Κεχηναῖ
      γενική τῶν Κεχηναίων τῶν Κεχηναίων τῶν Κεχηναίων
      δοτική τοῖς Κεχηναίοις ταῖς Κεχηναίαις τοῖς Κεχηναίοις
    αιτιατική τοὺς Κεχηναίους τὰς Κεχηναίᾱς τὰ Κεχηναῖ
     κλητική ! Κεχηναῖοι Κεχηναῖαι Κεχηναῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Κεχηναίω τὼ Κεχηναί τὼ Κεχηναίω
      γεν-δοτ τοῖν Κεχηναίοιν τοῖν Κεχηναίαιν τοῖν Κεχηναίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κεχηναῖος < κεχηνώς + -αῖος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κεχηναῖος, -ᾱ, -ον

  • (ο πληθυντικός του αρσενικού ως εθνικό όνομα) (οἱ Κεχηναῖοι): κωμικό λογοπαίγνιο του Αριστοφάνους περί των Αθηναίων ότι είναι οι χάσκοντες, οι κεχηνότες, οι χάχηδες
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1263 (1261-1263)
    [ΑΛΛ.] καὶ μὴν ἐγώ σ' ὦ Δῆμε θεραπεύσω καλῶς,
    ὥσθ' ὁμολεῖν σε μηδέν' ἀνθρώπων ἐμοῦ
    ἰδεῖν ἀμείνω τῇ Κεχηναίων πόλει.
    [ΑΛΛ.] Κι εγώ λοιπόν, Δήμε, θα σε υπηρετήσω καλά,
    έτσι που να παραδεχτείς ότι στην πόλη των Χαχαναίων
    δεν αντίκρισες άνθρωπο καλύτερο από μένα.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr