δαψίλεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαψίλεια | οι | δαψίλειες |
γενική | της | δαψίλειας | των | δαψιλειών |
αιτιατική | τη | δαψίλεια | τις | δαψίλειες |
κλητική | δαψίλεια | δαψίλειες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
δαψίλεια < αρχαία ελληνική δαψίλεια < δαψιλής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δαψίλεια θηλυκό
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δαψιλής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δαψίλεια
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δαψίλεια | δαψιλεία | δαψίλειαι |
Γενική | δαψιλείας | δαψιλείαιν | δαψιλειῶν |
Δοτική | δαψιλείᾳ | δαψιλείαιν | δαψιλείαις |
Αιτιατική | δαψίλειαν | δαψιλεία | δαψιλείας |
Κλητική | δαψίλεια | δαψιλεία | δαψίλειαι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δαψίλεια θηλυκό