Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δαψῐλεια-
ονομαστική δαψίλει αἱ δαψίλειαι
      γενική τῆς δαψιλείᾱς τῶν δαψιλειῶν
      δοτική τῇ δαψιλεί ταῖς δαψιλείαις
    αιτιατική τὴν δαψίλειᾰν τὰς δαψιλείᾱς
     κλητική ! δαψίλει δαψίλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δαψιλεί
γεν-δοτ τοῖν  δαψιλείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαψίλεια < δαψιλής + -εια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δαψίλεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δάπτω

  Πηγές επεξεργασία