Δείτε επίσης: δαψιλώς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δαψιλῶς < επίθετο δαψιλής

  Επίρρημα

επεξεργασία

δαψιλῶς, συγκριτικός:δαψιλεστέρως, υπερθετικός: δαψιλέστατα

  1. άσωτα
  2. άφθονα
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 2, 7.6 @scaife.perseus
    ἀπὸ δὲ ἀρτοποιίας Κύρηβος τήν τε οἰκίαν πᾶσαν διατρέφει καὶ ζῇ δαψιλῶς,
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 8.32, @scaife.perseus.
    αὐτὸς τὸν ἰχθὺν ἀπέσυρε καὶ δαψιλῶς φαγὼν ἐπεῖπεν·

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία