dépense
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- dépense < despanse < λατινική dispensa < dispendere
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dépense | dépenses |
dépense (fr) θηλυκό
- το έξοδο
- dépenses courantes: τρέχοντα έξοδα