dépense
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépense | dépenses |
Ετυμολογία
επεξεργασία- dépense < despanse < λατινική dispensa < dispendere
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdépense (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- dépense - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- dépense - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online