ενικός         πληθυντικός  
dépense dépenses

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dépense < despanse < λατινική dispensa < dispendere

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dépense (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία