Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμολόγηση οι τιμολογήσεις
      γενική της τιμολόγησης* των τιμολογήσεων
    αιτιατική την τιμολόγηση τις τιμολογήσεις
     κλητική τιμολόγηση τιμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμολόγηση < τιμολογώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιμολόγηση θηλυκό

  1. ο καθορισμός της τιμής προϊόντος
  2. η έκδοση τιμολογίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία