fixation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfixation (en)
- εμμονή, μανία, κόλλημα
- στερέωση
- Συνώνυμα: περίφραση: state of being fixed
- υπό όρους μεταφραστική επιλογή: σύνδεση
- visual fixation: προσήλωση-προσκόλληση-κάρφωμα βλέμματος
- Συνώνυμα: περίφραση: the maintaining of the visual gaze on a single location[1]
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfixation (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fixe