Ουσιαστικό

επεξεργασία

fixation (en)

  1. εμμονή, μανία, κόλλημα
  2. στερέωση
    Συνώνυμα: περίφραση: state of being fixed
    • υπό όρους μεταφραστική επιλογή: σύνδεση
  3. visual fixation: προσήλωση-προσκόλληση-κάρφωμα βλέμματος
    Συνώνυμα: περίφραση: the maintaining of the visual gaze on a single location[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fixation (fr) θηλυκό

  1. τοποθέτηση
  2. καθορισμός
  3. προσδιορισμός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη fixe