Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμολογώ < τιμολόγιο

  Ρήμα επεξεργασία

τιμολογώ

  1. ορίζω την τιμή πώλησης κάποιου εμπορεύματος
  2. (ειδικότερα) εκδίδω τιμολόγιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία