levy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
levy | levies |
levy (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | levy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | levies |
αόριστος | levied |
παθητική μετοχή | levied |
ενεργητική μετοχή | levying |
levy (en)