Δείτε επίσης: αγωγιάτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγωγιάτης < ἀγώγιον + -άτης[1] Δείτε και τη νεοελληνική αγωγιάτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγωγιάτης αρσενικό

  • αυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ.77, Τόμος Α΄ Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης).   Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.