αγωγιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγωγιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγωγιάζω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣoˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γω‐γιά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
αγωγιάζω
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη αγώι
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγωγιάζω
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .