Δείτε επίσης: ἀγωγιάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγωγιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγωγιάζω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάζω

αγωγιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη αγώι

Μεταφράσεις

επεξεργασία