Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγώι τα αγώγια
      γενική του αγωγιού των αγωγιών
    αιτιατική το αγώι τα αγώγια
     κλητική αγώι αγώγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγώι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγώγιον, ἀγώγι με αποβολή του [ʝ] < αρχαία ελληνική ἀγώγιον < ἄγω.[1] Δείτε και τη μεσαιωνική λέξη ἀγωγιάζω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɣo.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γώ‐ι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγώι ουδέτερο

  1. η διαδρομή με το φορτίο που κάνει ο αγωγιάτης
  2. η αμοιβή για μια μεταφορά που παίρνει ο αγωγιάτης
     συνώνυμα: αγωγιάτικα, μεταφορικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη: η αμοιβή που αναμένεται να λάβει κάποιος ή η ανάγκη εργασίας πολλαπλασιάζει τις προσπάθειες, την εγρήγορση και τον ζήλο του επαγγελματία (Δείτε και Συζήτηση)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία