ἀγώγιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀγώγιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγώγιον[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγώγιον ουδέτερο
- άλλη μορφή του ἀγώγι
- άλλη μορφή του ἀγωγός
- Περὶ ἀγωγίου ὑπονόμου (Βακτηρία αρχιερέων, 172 λγ΄)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ἀγώγι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ.77, Τόμος Α΄ Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀγώγιον | τὰ | ἀγώγιᾰ |
γενική | τοῦ | ἀγωγίου | τῶν | ἀγωγίων |
δοτική | τῷ | ἀγωγίῳ | τοῖς | ἀγωγίοις |
αιτιατική | τὸ | ἀγώγιον | τὰ | ἀγώγιᾰ |
κλητική ὦ! | ἀγώγιον | ἀγώγιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγωγίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγωγίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀγώγιον < ἄγω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀγώγιον ουδέτερο
- το φορτίο μιας άμαξας
- ※ τούτων ἐγένετο ἔλαττον ἢ πεντεκαίδεκα τάλαντα ἑκάστῳ ζεύγει τὸ ἀγώγιον
- (Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις (370 πΚΕ, ΣΤ΄, 54)
- ※ τούτων ἐγένετο ἔλαττον ἢ πεντεκαίδεκα τάλαντα ἑκάστῳ ζεύγει τὸ ἀγώγιον
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀγώγιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγώγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.