αγώγι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγώγι | τα | αγώγια |
γενική | του | αγωγιού | των | αγωγιών |
αιτιατική | το | αγώγι | τα | αγώγια |
κλητική | αγώγι | αγώγια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγώγι < μεσαιωνική ελληνική ἀγώγιον, ἀγώγι < αρχαία ελληνική ἀγώγιον < ἄγω.[1] Δείτε και τη μεσαιωνική λέξη ἀγωγιάζω.
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγώγι ουδέτερο
- άλλη μορφή του αγώι
Επεξεργασία
- αγωγιάτης
- αγωγιάτικα
- → και δείτε τη λέξη άγω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγώγι
→ δείτε τη λέξη αγώι |
Επεξεργασία
- ↑ «αγώγι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.