Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιρατζής οι κιρατζήδες
      γενική του κιρατζή των κιρατζήδων
    αιτιατική τον κιρατζή τους κιρατζήδες
     κλητική κιρατζή κιρατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιρατζής < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική ƙiradži[1] / ƙeradžíu[1] / κερατζί[2] / κερατζιου[2] (=κιρατζής) < οθωμανική τουρκική کراجی > τουρκική kiracı (μισθωτής, ενοικιαστής)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιρατζής αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

επώνυμα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Gustav Ludwig Weigand, Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι), τ. Βʹ: Λαογραφία, γλώσσα, εκδ. Κυριακίδη, μετάφραση Thede Kahl, προλεγόμενα–σχόλια Αχιλλέας Λαζάρου, φιλολογική επιμέλεια Θεόδωρος Νημάς, Θεσσαλονίκη 2004, ISBN 960-343-734-4, σελ. 302.
  2. 2,0 2,1 Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης, εκδ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1909, σελ. 213.