κεραντζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.ɾanˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ραν‐τζής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεραντζής αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεραντζής
|
κεραντζής αρσενικό
|