Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυραντζής οι κυραντζήδες
      γενική του κυραντζή των κυραντζήδων
    αιτιατική τον κυραντζή τους κυραντζήδες
     κλητική κυραντζή κυραντζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυραντζής: κυρατζής με ένρινη προφορά του -τζής → δείτε τη λέξη κιρατζής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ɾanˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐ραν‐τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυραντζής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία