βουρδωνάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βουρδωνάριον | τὰ | βουρδωνάριᾰ |
γενική | τοῦ | βουρδωναρίου | τῶν | βουρδωναρίων |
δοτική | τῷ | βουρδωναρίῳ | τοῖς | βουρδωναρίοις |
αιτιατική | τὸ | βουρδωνάριον | τὰ | βουρδωνάριᾰ |
κλητική ὦ! | βουρδωνάριον | βουρδωνάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουρδωναρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βουρδωναρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουρδωνάριον < βόρδων/βουρδών + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουρδωνάριον ουδέτερο