βουρδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βουρδών | οἱ | βουρδῶνες | ||||
γενική | τοῦ | βουρδῶνος | τῶν | βουρδώνων | ||||
δοτική | τῷ | βουρδῶνῐ | τοῖς | βουρδῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | βουρδῶνᾰ | τοὺς | βουρδῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | βουρδών | βουρδῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουρδῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βουρδώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουρδών < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουρδών, -ῶνος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βουρδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.