Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βουρδωνάριος οἱ βουρδωνάριοι
      γενική τοῦ βουρδωναρίου τῶν βουρδωναρίων
      δοτική τῷ βουρδωναρί τοῖς βουρδωναρίοις
    αιτιατική τὸν βουρδωνάριον τοὺς βουρδωναρίους
     κλητική ! βουρδωνάριε βουρδωνάριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουρδωναρίω
γεν-δοτ τοῖν  βουρδωναρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουρδωνάριος < βουρδών + -άριος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: βουρδωνάρης (αγωγιάτης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουρδωνάριος αρσενικό

  • (ελληνιστική κοινή)) σταβλάρχης
    ※  Τῶν νῦν καλουμένων σταβλίτων ἢ βουρδωναρίων, τῶν τοὺς οὐρῆας κομούντων. (Σχόλια στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, 491, 1)
    ※  6ος αιώνας - Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης, Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σάβα, 92, 12-16
    Γέγονεν μέντοι καὶ ἐπὶ ἱκανὸν χρόνον βουρδωνάριος, καὶ ἄλλας δὲ διαφόρους διακονίας ἐγχειρισθεὶς ἀνεπιλήπτως καὶ ἀκαταγνώστως διετέλεσεν, ὥστε θαυμάζειν τοὺς τοῦ κοινοβίου πατέρας τὴν τοσαύτην ἐν νεαζούσηι ἡλικίαι ἀρετήν τε καὶ ἐπιτηδειότητα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία