Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταβλάρχης οι σταβλάρχες
      γενική του σταβλάρχη των σταβλαρχών
    αιτιατική τον σταβλάρχη τους σταβλάρχες
     κλητική σταβλάρχη σταβλάρχες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταβλάρχης < στάβλος + -άρχης ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Stallmeister[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταβλάρχης αρσενικό

  1. ο επικεφαλής των βασιλικών στάβλων
  2. (κατ’ επέκταση) ο υπεύθυνος στάβλων
  3. (κατ’ επέκταση) αξιωματούχος του βασιλιά, σουλτάνου κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία