Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουρδωνάρης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουρδων(άριος) (σταβλάρχης) + -άρης
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: βουρδωνάρης (αγωγιάτης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουρδωνάρης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία