κεραμόσκεπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραμόσκεπος < κεραμο- (< αρχαία ελληνική κέραμος) + -σκεπος (< αρχαία ελληνική σκέπω)
Επίθετο επεξεργασία
κεραμόσκεπος, -ής, -ές
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεραμόσκεπος
|
κεραμόσκεπος, -ής, -ές
|