Ετυμολογία

επεξεργασία
tuile < tuille < tieulle < tiule < λατινική tegula < tegere (καλύπτω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɥil/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tuile tuiles

tuile (fr) θηλυκό

  1. το κεραμίδι, η κεραμίδα
  2. καθεμιά από τις μεταλλικές πλάκες μιας ερπύστριας
  3. πτι-φουρ με μορφή κεραμιδιού
  4. (μεταφορικά) (οικείο) κακοτυχία, αναποδιά
     συνώνυμα: catastrophe, malchance, (οικείο) guigne

Παράγωγα

επεξεργασία