ακροκέραμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακροκέραμο | τα | ακροκέραμα |
γενική | του | ακροκέραμου & ακροκεράμου |
των | ακροκέραμων & ακροκεράμων |
αιτιατική | το | ακροκέραμο | τα | ακροκέραμα |
κλητική | ακροκέραμο | ακροκέραμα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαακροκέραμο ουδέτερο
- πήλινο διακοσμητικό που τοποθετείται στις άκρες κεραμοσκεπής