Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακροκέραμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ακροκέραμ
ος
οι
ακροκέραμ
οι
γενική
του
ακροκεράμ
ου
των
ακροκεράμ
ων
αιτιατική
τον
ακροκέραμ
ο
τους
ακροκεράμ
ους
κλητική
ακροκέραμ
ε
ακροκέραμ
οι
Κατηγορία
όπως «
άνθρωπος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακροκέραμος
<
άκρον
+
κέραμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακροκέραμος
αρσενικό
→
δείτε
τη λέξη
ακροκέραμο