κεραμίδωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεραμίδωμα < κεραμιδώνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεραμίδωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κεραμιδώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεραμίδωμα
|
κεραμίδωμα ουδέτερο
|