• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κεραμοποιός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεραμοποιός οι κεραμοποιοί
      γενική του κεραμοποιού των κεραμοποιών
    αιτιατική τον κεραμοποιό τους κεραμοποιούς
     κλητική κεραμοποιέ κεραμοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κεραμοποιός < ελληνιστική κοινή κεραμοποιός < αρχαία ελληνική κέραμος + ποιέω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεραμοποιός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που δουλεύει σε κεραμοποιείο ή / και κατασκευάζει κεραμίδια, τούβλα κ.ά.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • κεραμοποιείο
  • κεραμοποιία
  • → δείτε τις λέξεις κέραμος και ποιώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κεραμοποιός
  • αγγλικά : potter (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κεραμοποιός&oldid=5482846"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 03:55

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 03:55.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας