Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἑστιᾱτωρ- ἑστιᾱτορ-
ονομαστική ἑστιάτωρ οἱ ἑστιάτορες
      γενική τοῦ ἑστιάτορος τῶν ἑστιατόρων
      δοτική τῷ ἑστιάτορ τοῖς ἑστιάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἑστιάτορ τοὺς ἑστιάτορᾰς
     κλητική ! ἑστιᾶτορ ἑστιάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑστιάτορε
γεν-δοτ τοῖν  ἑστιατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑστιάτωρ < ἑστία + -τωρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑστιάτωρ, -ορος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία