ἑστιάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἑστιᾱτωρ- ἑστιᾱτορ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἑστιάτωρ | οἱ | ἑστιάτορες | |
γενική | τοῦ | ἑστιάτορος | τῶν | ἑστιατόρων | |
δοτική | τῷ | ἑστιάτορῐ | τοῖς | ἑστιάτορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἑστιάτορᾰ | τοὺς | ἑστιάτορᾰς | |
κλητική ὦ! | ἑστιᾶτορ | ἑστιάτορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑστιάτορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑστιατόροιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἑστιάτωρ, -ορος αρσενικό
- οργανωτής συμποσίου, οικοδεσπότης, αυτός που έχει προσκαλέσει σε γεύμα
- (στην Αθήνα) ο πολίτης που, με τη σειρά του, ήταν υπεύθυνος να παραθέσει δείπνο στη φυλή του
- (ελληνιστική σημασία , στους Δελφούς) υπεύθυνος οργάνωσης για τη σίτιση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) ἑστιάτωρ: ο εστιάτορας
Πηγές
επεξεργασία- ἑστιάτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑστιάτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.