ἀποκατάστασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀποκατάστασις < ἀποκαθιστάνω < ἀποκαθίστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀποκατάστασις
- αποκατάσταση, επανεδραίωση προσώπων, πολιτικών συστημάτων
- επαναφορά σε προηγούμενη θέση
- ⮡ τῶν ἀστέρων (όταν επανέρχονταν στην περσινή θέση τους), τῶν ὁμήρων εἰς τάς πατρίδας
- ανάρρωση ασθενούς
- (στρατιωτικός όρος) αναστροφή στην κίνηση μιας μονάδας
Πηγές
επεξεργασία- ἀποκατάστασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποκατάστασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.