→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποκατάστασις < ἀποκαθιστάνω < ἀποκαθίστημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀποκατάστασις

  1. αποκατάσταση, επανεδραίωση προσώπων, πολιτικών συστημάτων
  2. επαναφορά σε προηγούμενη θέση
    ⮡  τῶν ἀστέρων (όταν επανέρχονταν στην περσινή θέση τους), τῶν ὁμήρων εἰς τάς πατρίδας
  3. ανάρρωση ασθενούς
  4. (στρατιωτικός όρος) αναστροφή στην κίνηση μιας μονάδας