ενικός         πληθυντικός  
rétablissement rétablissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rétablissement (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) η ανάρρωση
  2. η αποκατάσταση
  3. η επαναφορά

Συγγενικά

επεξεργασία