rétablissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rétablissement | rétablissements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrétablissement (fr) αρσενικό
- (ιατρική) η ανάρρωση
- η αποκατάσταση
- η επαναφορά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη rétablir
ενικός | πληθυντικός |
rétablissement | rétablissements |
rétablissement (fr) αρσενικό