↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτιάξιμο τα φτιαξίματα
      γενική του φτιαξίματος των φτιαξιμάτων
    αιτιατική το φτιάξιμο τα φτιαξίματα
     κλητική φτιάξιμο φτιαξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φτιάξιμο < φτιάχνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φτιάξιμο ουδέτερο και φτιάσιμο

  1. η επιδιόρθωση, η επισκευή
  2. η κατασκευή
  3. η λήψη δόσης από ναρκομανή για να φτιαχτεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία