επανορθωτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανορθωτικά < επανορθωτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
επανορθωτικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανορθωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επανορθωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επανορθωτικό