Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pa.noɾˈθo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐νορ‐θώ‐νο‐μαι
ομόηχο: επανορθώνομε

  Ρήμα επεξεργασία

επανορθώνομαι, π.αόρ.: επανορθώθηκα, μτχ.π.π.: επανορθωμένος, (ενεργ.: επανορθώνω)