Δείτε επίσης: ἀληθής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αληθής η αληθής το αληθές
      γενική του αληθούς* της αληθούς του αληθούς
    αιτιατική τον αληθή την αληθή το αληθές
     κλητική αληθή(ς) αληθής αληθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αληθείς οι αληθείς τα αληθή
      γενική των αληθών των αληθών των αληθών
    αιτιατική τους αληθείς τις αληθείς τα αληθή
     κλητική αληθείς αληθείς αληθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αληθής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀληθής < ἀ- στερητικό + ληθ- (λήθη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.liˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λη‐θής

  Επίθετο επεξεργασία

αληθής, -ής, -ές

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία