αληθοφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αληθοφάνεια | οι | αληθοφάνειες |
γενική | της | αληθοφάνειας | των | αληθοφανειών |
αιτιατική | την | αληθοφάνεια | τις | αληθοφάνειες |
κλητική | αληθοφάνεια | αληθοφάνειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αληθοφάνεια (μαρτυρείται από το 1858)[1] < αληθοφαν(ής) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vraisemblance[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααληθοφάνεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος αληθοφανής ή κάτι αληθοφανές, η ιδιότητα του να δίνει την εντύπωση ότι είναι αληθινός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αληθοφάνεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 40, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ αληθοφάνεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας