αληθοφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αληθοφανής | η | αληθοφανής | το | αληθοφανές |
γενική | του | αληθοφανούς* | της | αληθοφανούς | του | αληθοφανούς |
αιτιατική | τον | αληθοφανή | την | αληθοφανή | το | αληθοφανές |
κλητική | αληθοφανή(ς) | αληθοφανής | αληθοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αληθοφανείς | οι | αληθοφανείς | τα | αληθοφανή |
γενική | των | αληθοφανών | των | αληθοφανών | των | αληθοφανών |
αιτιατική | τους | αληθοφανείς | τις | αληθοφανείς | τα | αληθοφανή |
κλητική | αληθοφανείς | αληθοφανείς | αληθοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αληθοφανής < αληθής + -ο- + -φανής < αρχαία ελληνική ἀληθής + φαίνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vraisemblable)
- (μαρτυρείται από το 1831)
Επίθετο
επεξεργασίααληθοφανής
- που μοιάζει αληθινός χωρίς να είναι, που είναι πειστικός
- αληθοφανής δικαιολογία, αληθοφανές άλλοθι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αληθοφανής