Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vraisemblable vraisemblables

vraisemblable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αληθοφανής
  2. πιθανός