Δείτε επίσης: ἄλλοθι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άλλοθι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄλλοθι (αλλού), σημασιολογικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική alibi, ή μέσω των γαλλικών [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.lo.θi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άλ‐λο‐θι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άλλοθι ουδέτερο άκλιτο

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία