Επίθετο

επεξεργασία

plausible (en)

  1. εύλογος
  2. επικροτητέος
  3. παραπειστικός
  4. αληθοφανής



      ενικός         πληθυντικός  
plausible plausibles

  Επίθετο

επεξεργασία

plausible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αληθοφανής, πιθανός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία