επαληθευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαληθευτικός < επαληθεύω + -τικός < αρχαία ελληνική ἐπαληθεύω
Επίθετο
επεξεργασίαεπαληθευτικός
- που έχει σχέση με την επαλήθευση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επαληθευτικός
|